- ὑποβουκόλος
- ὑποβουκόλος, ὁ,A under-cowherd, PLips.97 vi 7, al. (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποβουκόλος — ὁ, Α βοηθός βουκόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βουκόλος «βοσκός»] … Dictionary of Greek